ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνα
Επικοινωνίας

+ 30 210 82 50 008
+ 30 210 82 50 164

Ηλεκτρονική
Διεύθυνση

[email protected]

  • Ελληνικά
  • English
  • Français
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ – ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

Βρείτε έγκυρες πληροφορίες για την ακυρότητα συμβάσεων & δικαιοπραξιών, τους λόγους ακυρότητας καθώς & την προστασία δικαιωμάτων των συμβαλλόμενων μερών.

ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ – ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΕΛΕΓΧΟΣ ΛΟΓΩΝ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ – ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που προβλέπεται από το άρθρο 361 ΑΚ, και συνδέεται άμεσα µε συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες, όπως την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, (άρθρο 5 παρ. 1Σ), την οικονομική ελευθερία, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 Σ), δίνει τη δυνατότητα στα εκάστοτε συμβαλλόμενα μέρη να καθορίζουν κατ’ επιλογή τους, τους όρους και τις συμφωνίες της μεταξύ τους σύμβασης, από τους οποίους και δεσμεύονται, αρκεί τούτοι να μην αντίκεινται στις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις του νόμου.

Επομένως υφίστανται όρια στην συμβατική ελευθερία είτε μέσω της επιβολής περιορισμών και κανόνων, είτε μέσω της επιβολής κυρώσεων, είτε μέσω της μορφής απαγορεύσεων, µε σκοπό την ασφάλεια των συναλλαγών και την προστασία του ασθενέστερου και πιο αδύναμου συμβαλλόμενου, ο οποίος πολλές φορές θίγεται από τους όρους της δικαιοπραξίας που του επέβαλλε ο ισχυρός αντισυμβαλλόμενος του.

Οι κανόνες που θεσπίζουν τους περιορισμούς στην ιδιωτική αυτονομία και συνιστούν τους λόγους ακυρότητας της δικαιοπραξίας είναι αναγκαστικού δικαίου, και είτε αφορούν τη δημόσια τάξη, οπότε πρόκειται περί απόλυτα άκυρης δικαιοπραξίας, είτε αφορούν ορισμένα πρόσωπα, τα συμφέροντα των οποίων εξυπηρετούν, οπότε πρόκειται περί σχετικά άκυρης δικαιοπραξίας.

Η ακυρότητα της δικαιοπραξίας σημαίνει στην πράξη ότι παρά την κατάρτισή της, λόγω της συνδρομής κάποιων λόγων, δεν επέρχονται οι προβλεπόμενες έννομές συνέπειες.

Στην έννομή τάξη μάλιστα υπάρχει ποικιλία λόγων, εξαιτίας των οποίων µία δικαιοπραξία δεν παράγει τα έννομά αποτελέσματα της.

Για το λόγο αυτό, όταν έχει καταρτισθεί µία δικαιοπραξία, δηλαδή όταν είναι υποστατή, θα πρέπει σε δεύτερο στάδιο να γίνει η έρευνα για το εάν έχει εμφιλοχωρήσει στη δικαιοπραξία αυτή ένας λόγος ακυρότητας, προκειμένου δύναται να χαρακτηρισθεί ως άκυρη, ή αντίστροφα, εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του κύρους της, οπότε είναι έγκυρη.

Ως εκ τούτου, η επιλογή ενός έμπειρου Δικηγόρου καθίσταται αναγκαία για κάθε συμβαλλόμενο μέρος τόσο πριν την υπογραφή μιας σύμβασης ή την διενέργεια μιας δικαιοπραξίας, όσο και μετά την σύναψη της σύμβασης ή την διενέργεια της δικαιοπραξίας, προκειμένου να ελεγχθούν νομικά τυχόν λόγοι ακυρότητας και να προστατευθούν ή να διαφυλαχθούν τα έννομα και πολύ συχνά οικονομικά συμφέροντα τα οποία μπορεί να προσβάλλονται, όπως για παράδειγμα σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, συμβάσεις εργασίας, συμβάσεις έργου, συμβάσεις εντολής κ.α.

Άκυρη είναι η δικαιοπραξία, η οποία ενώ υφίσταται εξωτερικά, ήτοι είναι υποστατή, λόγω ελαττώματος που υπάρχει σε αυτή, δεν παράγει τα ηθελημένα έννομά αποτελέσματα που ενδεχομένως είχαν επιλέξει οι συμβαλλόμενοι, δηλαδή δεν αναπτύσσει καμία ενέργεια, και συνεπώς δεν επέρχεται καμία µμεταβολή στη νομική κατάσταση, ήτοι η κατάσταση παραμένει ακριβώς η ίδια, όπως και πριν από την κατάρτισή της.

ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ – ΑΚΥΡΩΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

Στην ακυρώσιμή δικαιοπραξία, έχει εμφιλοχωρήσει κάποιο ελάττωμά στην βούληση του δικαιοπρακτούντος, από τα περιοριστικά αναφερόμενα στο νόμο, ήτοι πλάνη, απάτη, ή απειλή (ΑΚ140, 147, 150). Εξ αιτίας αυτού, η δικαιοπραξία ναι µεν παράγει τα έννομά αποτελέσματα της, ωστόσο όμως, το πρόσωπο που πλανήθηκε, εξαπατήθηκε, ή απειλήθηκε, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, η οποία ακυρώνεται µε δικαστική διαπλαστική απόφαση και από την ακύρωσή της, εξομοιώνεται µε την εξ αρχής άκυρη δικαιοπραξία.

Άκυρη δικαιοπραξία – Ακυρώσιμη Δικαιοπραξία

Η άκυρη δικαιοπραξία δεν παράγει τα έννομά αποτελέσματα της, διότι έχει λάβει χώρα παράβαση ενός κανόνα δικαίου. Αποτέλεσμα αυτού είναι η αναδρομική αυτοδίκαιη εξαφάνιση της δικαιοπραξίας.
Στην ακυρώσιμή δικαιοπραξία, έχει εμφιλοχωρήσει κάποιο ελάττωμά στην βούληση του δικαιοπρακτούντος, από τα περιοριστικά αναφερόμενα στο νόμο, ήτοι πλάνη, απάτη, ή απειλή (ΑΚ140, 147, 150), ωστόσο στην περίπτωση αυτή η δικαιοπραξία ναι µεν παράγει τα έννομά αποτελέσματα της, αλλά το πρόσωπο που πλανήθηκε, εξαπατήθηκε, ή απειλήθηκε, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, η οποία
ακυρώνεται µε δικαστική απόφαση και από την ακύρωσή της, εξομοιώνεται µε την εξ αρχής άκυρη δικαιοπραξία.

Λόγοι ακυρότητας της δικαιοπραξίας

Για να είναι άκυρη µία δικαιοπραξία, πρέπει να συντρέχει ένας λόγος ακυρότητας, ήτοι µία αιτία, για την οποία προβλέπεται η ακυρότητα, αλλά και ένας σκοπός τον οποίο καλείται να επιτύχει η έννομή τάξη, µε την επιβολή του συγκεκριμένου λόγου ακυρότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι λόγοι ακυρότητας καθιερώνονται αποκλειστικά και µόνο από το νόμο, το οποίο σημαίνει ότι η ιδιωτική βούληση δεν µμπορεί να δημιουργεί λόγους ακυρότητας, ή να καταργεί τους προβλεπόμενους στο νόμο.

ΓΕΝΙΚΟΙ – ΕΙΔΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ

Οι γενικοί λόγοι ακυρότητας αναφέρονται σε όλες ανεξαιρέτως τις δικαιοπραξίες και προβλέπονται στα άρθρα του Αστικού Κώδικα. Η ανικανότητα για δικαιοπραξία, η εικονικότητα, η αντίθεση στο νόμο ή τα χρηστά ήθη, συνιστούν λόγους ακυρότητας οι οποίοι καταλαμβάνουν όλες τις γενικά τις δικαιοπραξίες, είτε είναι αστικού είτε είναι εμπορικού δικαίου.

Εκτός από τους γενικούς λόγους, προβλέπονται και ειδικοί λόγοι ακυρότητας, που αφορούν ορισμένες µόνο δικαιοπραξίες, όπως ενδεικτικά η ακυρότητα στις απαλλακτικές ρήτρες, οι διατάξεις των άρθρων 840, 841, 842, 218, 724, 366 ΑΚ, άρθρο 30 Ν. 1892/1990, που αποσκοπεί στη διασφάλιση της ασφάλειας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας κ.λπ.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΗΣ ∆ΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ, Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΟΝ ΟΙΚΕΙΟ ΛΟΓΟ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ
  • Δικαιοπρακτική Ικανότητα
  • Συνείδηση των πράξεων ή έλλειψη ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής.
  • Έλλειψη Εικονικότητας
  • Τήρηση απαιτούμενου τύπου

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΑΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 174ΑΚ

Η απαγορευμένη δικαιοπραξία : Η ακυρότητα επέρχεται όταν παραβιάζεται διάταξη οποιουδήποτε νόμου, ελληνικού, αλλοδαπού, διεθνούς δημοσίου δικαίου, ποινικού ή του Συντάγματος.

Περιπτώσεις άκυρων δικαιοπραξιών λόγω παραβίασης απαγορευτικής διάταξης
Σε πολλά άρθρα του Αστικού Κώδικα συναντάμε απαγορευτικές διατάξεις, η παραβίαση των οποίων επάγεται ως έννομή συνέπεια την ακυρότητα της δικαιοπραξίας.
Πλέον συγκεκριμένα :

Το άρθρο 208ΑΚ προβλέπει ότι: «αίρεση ακατάληπτη ή αντιφατική, ή προσδίδουσα παράνομο, ή ανήθικο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία, καθιστά αυτήν άκυρη. Αίρεση αδύνατη ως αναβλητική, καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία».

Σύμφωνα µε το άρθρο 218ΑΚ προβλέπεται ότι «η παραίτηση από το δικαίωμα ανάκλησης της πληρεξουσιότητας, είναι άκυρη, εφόσον η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αντιπροσωπευόμενου».

Το άρθρο 294 ΑΚ ορίζει ότι «κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επιπλέον».

Από το άρθρο 332 ΑΚ το οποίο αναφέρεται στην ακυρότητα των απαλλακτικών ρητρών, προβλέπεται ότι είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία του δανειστή και του οφειλέτη, µε την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια.

Από το άρθρο 366ΑΚ, ορίζεται ότι «σύμβαση περί µμεταβίβασης πάσης μέλλουσας περιουσίας, ή ποσοστού αυτής, ή περί συστάσεως επικαρπίας επ’ αυτής είναι άκυρη». Η διάταξη αυτή αφορά υποσχετική σύμβαση, αφορά τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, και απαγορεύει κάθε σύμβαση µμεταβίβασης όλης της μελλοντικής περιουσίας, ή ποσοστού αυτής.

Το άρθρο 368ΑΚ προβλέπει ότι η σύμβαση για την κληρονομιά προσώπου που ζει είτε µε το ίδιο είτε µε τρίτο πρόσωπο, είτε για ολόκληρη, είτε για ποσοστό της, είναι άκυρη.

Σύμφωνα µε το άρθρο 724ΑΚ, ο εντολέας έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε. Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη, εκτός αν η εντολή αφορά το συμφέρον του εντολοδόχου, ή τρίτου.

Η διάταξη του άρθρου 1499ΑΚ ορίζει ότι η παραίτηση από διατροφή για το μέλλον δεν είναι ισχυρή, καθώς και ότι η προκαταβολή της διατροφής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο παρά µόνο για το διάστημα που ορίζεται στο νόμο και που στην περίπτωση της διατροφής λόγω διάστασης, είναι το διάστημα του ενός μήνα. (ΑΚ 1391 παρ. 1)
Επομένως, λόγω του αναγκαστικού χαρακτήρα της διάταξης, η συμφωνία περί απαλλαγής του υπόχρεου για την καταβολή διατροφής για το μέλλον είναι άκυρη.

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΑΝΤΑΙ ΣΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ∆ΙΑΘΕΣΗΣ (ΑΡΘΡΑ 175-176ΑΚ)

Απαγόρευση διάθεσης από το νόμο (άρθρο 175 ΑΚ)

Στις απαγορευμένες δικαιοπραξίες, εντάσσεται και η δικαιοπραξία µε την οποία γίνεται η διάθεση εντός αντικειμένου, την οποία απαγορεύει ο νόμος, µε ειδικά προβλεπόμενη διάταξη.

Ενδεικτικές Περιπτώσεις : Κατά το άρθρο 433 παρ. 2 ΑΚ, το δικαίωμα ανάληψης του αντικειμένου που έχει δημόσια κατατεθεί, από τον οφειλέτη, είναι ακατάσχετο και ανεκχώρητο. Το άρθρο 464ΑΚ ορίζει ότι απαγορεύεται η εκχώρηση των ακατάσχετων απαιτήσεων. Το άρθρο 1166ΑΚ, το οποίο προβλέπει ότι η επικαρπία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά είναι αμεταβίβαστη.

Απαγόρευση διάθεσης από δικαστική απόφαση (άρθρο 176 ΑΚ) : Το άρθρο 176ΑΚ ορίζει ότι «αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου την έχει τάξει δικαστική απόφαση, ισχύει, ό,τι και στην απαγόρευση από το νόμο».

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΑ ΧΡΗΣΤΑ ΗΘΗ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ ( ΑΡΘΡΑ 178 ΚΑΙ 179 ΑΚ)

Οι ανήθικες δικαιοπραξίες ( άρθρο 178 ΑΚ) – Η Έννοια των χρηστών ηθών

Ως χρηστά ήθη νοούνται οι επιταγές της κρατούσας κοινωνικής ηθικής, αλλά και γενικότερα οι θεμελιώδεις αντιλήψεις που απορρέουν από µία συγκεκριμένη έννομη τάξη, και επί των οποίων εδράζεται µία δεδομένη κοινωνία.

Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, χρησιμεύουν οι αντιλήψεις του μέσου συνετού και ηθικά σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, ως µέλους του κοινωνικού συνόλου, μέσα στα όρια των οποίων πρέπει να περιορίζεται η δραστηριότητα των δικαιοπρακτούντων, ούτως ώστε η συναλλακτική τους συμπεριφορά να κρίνεται χρηστή και έµφρονη.

Κατά συνέπεια, η έννοια των χρηστών ηθών, αποτελείται από δύο στοιχεία, ένα ηθικό και ένα κοινωνιολογικό, καθώς συνδέονται µε τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες μεταβάλλονται, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι οι θεμελιώδεις ηθικοί κανόνες μπορούν να απωλέσουν την ισχύ τους, µε την πάροδο των ετών από τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε µία κοινωνία.

Η διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ εφαρμόζεται σε όλες γενικά τις δικαιοπραξίες, επαχθείς, χαριστικές, μονομερείς, συβάσεις, υποσχετικές, εκποιητικές, διατάξεις τελευταίας βούλησης κ.λ.π.

Περιπτώσεις από τη νομολογία ανήθικων δικαιοπραξιών :

Η εκμετάλλευση της επιτακτικής και ανεπίδεκτης ανάγκης για καταβολή χρημάτων, προκειμένου να αντιμετωπίσει ο δικαιοπρακτών τρέχουσες ανάγκες της ζωής, καθώς και η έλλειψη πείρας, γύρω από τις συναλλαγές, έχει κριθεί ότι συνιστά περίπτωση παραβίασης των χρηστών ηθών. Με το σκεπτικό αυτό, κρίθηκε άκυρη η επίδικη σύμβαση πώλησης ακινήτου, µε τίμημα πολύ μικρότερο της αντικειμενικά εκτιμωμένης αξίας του ακινήτου και επιπροσθέτως επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (Εφ.Λαρ. 253/2007).

Σε περίπτωση που ο κύριος του πράγματος, έχει δεσμευθεί ενοχικά µε προσύμφωνο, να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος στον αντισυμβαλλόμενό του και εν συνεχεία, το μεταβιβάσει σε κάποιον τρίτο, ενδέχεται η συμπεριφορά του κυρίου να πληροί το πραγματικό της ΑΚ 178, αφού ως δικαιοπραξίες που εμπίπτουν σε αυτή τη διάταξη πρέπει να θεωρηθούν και οι δικαιοπραξίες, που συνιστούν γεγονός, το οποίο µε τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, είναι ζηµιογόνο για τα συμφέροντα τρίτων προσώπων, υπό την προϋπόθεση ότι συμμέτοχος του ανήθικου σκοπού, είναι και ο τρίτος (ΑΠ 1547/2007, Ελλ∆νη 50, 726).

Συνέπεια της αντίθεσης της δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη.

Από την διατύπωση του άρθρου 178ΑΚ, συνάγεται ότι η ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο απόκλισης, όπως αυτό συμβαίνει µε την διάταξη του άρθρου 174ΑΚ. Η ακυρότητα προτείνεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, ενώ δεν είναι ισχυρή η εκ των προτέρων παραίτηση από την ακυρότητα.

Η δικαιοπραξία κατά την ΑΚ 179

Με την διάταξη του άρθρου 179ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178ΑΚ, ο νομοθέτης απαγορεύει την εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής ισχύος, η οποία οφείλεται στην ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του αντισυμβαλλόμενου του, προκειμένου να αποφευχθούν περιουσιακά οφέλη τα οποία βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία µε την παροχή που καταβάλλει ο ισχυρός. Επομένως προστατεύεται ο ασθενέστερος συμβαλλόμενος, ο οποίος είναι ελεύθερος να αποφασίζει για τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που πρόκειται να αναλάβει, όταν λόγω ανάγκης, ή λόγω της κουφότητας και της απειρίας του, βρίσκεται σε μειονεκτική θέση.

Όλες οι δικαιοπραξίες συνεπάγονται την ανάληψη δεσμεύσεων και υποχρεώσεων για τους δικαιοπρακτούντες. Στις συβάσεις συνήθως προηγούνται διαπραγματεύσεις, από τις οποίες οι συμβαλλόμενοι αναμένουνε ότι θα επιτύχουν µία σύμβαση µε ευνοϊκούς όρους. Βέβαια η ωφέλεια του ενός μέρους , ίσως συνεπάγεται κόστος και επιβάρυνση για το άλλο μέρος . Όταν το όφελος που αναμένει το ένα μέρος, υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο κόστος του άλλου μέρους, και συντρέχουν οι ειδικές περιστάσεις της κουφότητας, της ανάγκης και της απειρίας, τότε πρόκειται για σύμβαση καταπλεονεκτική.

Στη διάταξη του άρθρου 179ΑΚ, αναφέρονται δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις δικαιοπραξιών, οι οποίες κρίνονται ως αντίθετες στα χρηστά ήθη. Η µία περίπτωση είναι οι καταδυναστευτικές δικαιοπραξίες, µε τις οποίες δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου και η δεύτερη περίπτωση είναι οι αισχροκερδείς ή καταπλεονεκτικές, µε τις οποίες κάποιος εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και µε τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία µε την παροχή.

Η δικονομική αντιμετώπιση της Ακυρότητας :

Το αυτοδίκαιο: Η άκυρη δικαιοπραξία είναι αυτοδικαίως άκυρη, ήτοι δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, και ως εκ τούτου, δεν απαιτείται η άσκηση αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας, αφού η δικαιοπραξία δεν είναι ενεργή.

Η επίκληση: Την απόλυτη ακυρότητα μπορεί να επικαλεσθεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δηλαδή το πρόσωπο που επιχείρησε τη δικαιοπραξία, ο αντισυμβαλλόμενος του, σε περίπτωση σύβασης, οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι, καθώς και κάθε τρίτος, έχει έννομο συμφέρον. Επίσης, η ακυρότητα προτείνεται κατά παντός. Καταρχήν, προτείνεται κατά του προσώπου που έχει καταρτίσει την άκυρη δικαιοπραξία, εάν δε πρόκειται για σύμβαση, κατά εκάστου των συμβαλλομένων, κατά των καθολικών και ειδικών τους διαδόχων. Επομένως, προκύπτει ότι η ακυρότητα, προτείνεται κατά οποιουδήποτε προσώπου αξιώνει δικαιώματα (παντός είδους) από την άκυρη δικαιοπραξία.

Συνεπώς, εάν κατά τη σύναψη της σύβασης, είτε ενοχικού, είτε εμπράγματου, είτε άλλου χαρακτήρα, υπάρχει λόγος απόλυτης ακυρότητας, η σύμβαση είναι αυτοδικαίως άκυρη και άρα λογίζεται ως µη γενόμενη.

Η επέλευση της ακυρότητας, όντας αυτοδίκαιη, είναι ανεξάρτητη από τη γνώση της διάταξης που απαγγέλλει την ακυρότητα και περιέχει τον οικείο λόγο, ανεξάρτητη από την υπαιτιότητα εκάστου των συμβαλλομένων, και ανεξάρτητη από την καλή πίστη του τρίτου, η οποία δεν προστατεύεται, οπότε η ακυρότητα προτείνεται και κατά των καλόπιστων τρίτων.

Ωστόσο ο νόμος εισάγει εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα, όπου αντιμετωπίζει ως άξιο µμεγαλύτερης προστασίας τον καλόπιστο τρίτο, όπως για παράδειγμα στη διάταξη του άρθρου 139ΑΚ. προβλέπεται ότι η εικονικότητα, δε βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε, αγνοώντας την, στην διάταξη του άρθρου 1036ΑΚ, περί της καλόπιστης κτήσης κυριότητας κινητού.

Τέλος, δεν αποκλείεται, παρά την ακυρότητα να παραχθούν άλλα έννομά αποτελέσματα, τα οποία δεν θέλησαν τα συμβαλλόμενα µμέρη να επέλθουν, αλλά επέρχονται απευθείας από το νόμο, όπως αξίωση αποζημίωσης, µε βάση τις διατάξεις των άρθρων 198, 914, 919 ΑΚ, ευθύνη από διαπραγματεύσεις, και επίσης όποιος εκπλήρωσε την παροχή εις εκτέλεση άκυρης σύβασης, δικαιούται να την αναζητήσει σύμφωνα µε τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Άσκηση αναγνωριστικής αγωγής : Η βεβαίωση της ακυρότητας, μπορεί να ζητηθεί µε την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, κατά το άρθρο 70 ΚΠολ∆., σύμφωνα µε το οποίο όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή µη ύπαρξη κάποιας έννομής σχέσης, µμπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, προκύπτει ότι είναι δυνατή η αναγνώριση µε αγωγή της υπάρξεως ή ανυπαρξίας έννομής σχέσης ιδιωτικού δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον. Ως έννομή σχέση, νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου, που αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο. Έννομο δε συμφέρον, υπάρχει όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι κατάλληλο µμέσο άρσεως της υφιστάμενης αβεβαιότητος στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλούμενου στο συμφέρον του ενάγοντος κινδύνου από αυτήν. ∆εν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν οι διάδικοι της αναγνωριστικής δίκης, προς τα υποκείμενα της αναγνωριστέας έννομής σχέσης. Η απόφαση που θα εκδοθεί έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Η αναγνώριση της ακυρότητας δεν µμπορεί όμως να επιδιωχθεί µε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εισαχθεί ενώπιον του, όλα τα πραγματικά περιστατικά που τη στοιχειοθετούν και επίσης εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου. Ακόμη και σε περίπτωση που ερημοδικεί ο εναγόμενος, η αγωγή απορρίπτεται, εφόσον θεμελιώνεται σε άκυρη δικαιοπραξία. Συνεπώς, η έννομή κατάσταση διαμορφώνεται, όπως θα ήταν, εάν από τη δικαιοπραξία δεν είχαν παραχθεί συνέπειες.

Ενδεχομένως τα πραγματικά περιστατικά να στοιχειοθετούν την ιστορική βάση της αγωγής, µε την οποία ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας. Υπάρχει όμως και η περίπτωση, όπως τα περιστατικά αυτά προκύπτουν απλά από διηγήσεις του ενάγοντα, οπότε και στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Μπορεί επίσης, ο λόγος ακυρότητας να προταθεί και µε ένσταση, όταν επιδιώκεται η απόκρουση της υποχρέωσης, η οποία δεν γεννήθηκε ποτέ, λόγω της ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας. Υποστηρίζεται ότι πρόκειται για προβολή καταχρηστικής ένστασης, και µμπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης. Περαιτέρω, η εξώδικη προβολή του ισχυρισμού περί ακυρότητας, γίνεται µε ευθύνη αυτού που τον προτείνει. Από το ανωτέρω, συνεπάγεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, αρνηθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, φέρει την ευθύνη, στην περίπτωση κατά την οποία κριθεί εκ των υστέρων ότι η σύμβαση, ήταν έγκυρη.

Αυτεπάγγελτη έρευνα από το Δικαστήριο της ακυρότητας, ως προδικαστικό ζήτημα.

Υπάρχει περίπτωση, ο λόγος ακυρότητας, να µην αχθεί ως κύριο αντικείμενο της δίκης, αλλά να ερευνηθεί από το ∆δικαστήριο παρεμπιπτόντως, ως αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης.

Το παραπάνω σημαίνει ότι το ∆δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, µμπορεί να ερευνήσει στο πλαίσιο µίας δίκης, χωρίς να έχει υποβληθεί ενώπιον του αντίστοιχο αίτημά από τους διαδίκους, εάν µία έννομή σχέση είναι έγκυρη ή όχι.

Παραίτηση από την ακυρότητα της δικαιοπραξίας – Χρονική οριοθέτηση

Λόγω του ότι η απόλυτη ακυρότητα έχει θεσπισθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και όχι χάριν του ατομικού συμφέροντος, παραίτηση από αυτήν δε χωρεί. Επιπροσθέτως, δε νοείται και παραίτηση από την επίκληση της ακυρότητας, µε την οποία να επιδιώκεται η ίασή της.

Η επίκληση της ακυρότητας της δικαιοπραξίας, δεν υπόκειται σε χρονική οριοθέτηση, δεν υπόκειται σε παραγραφή ή σε αποσβεστική προθεσμία. Αυτό διότι, η επίκληση δε συνιστά άσκηση δικαιώματος, ούτως ώστε να υποβληθεί σε αποσβεστική προθεσμία, ούτε άσκηση αξίωσης, η οποία να υπόκειται σε παραγραφή.

Ωστόσο υπάρχει η περίπτωση να αποκρουσθεί η επίκληση της ακυρότητας, μετά από την πάροδο μεγάλου χρόνου, µε τη διάταξη του ΑΚ 281 και ειδικότερα µε την αποδυνάμωση. Τέλος, σε περίπτωση κατά την οποία, έχουν αποσβεσθεί τα δικαιώματα ή έχουν παραγραφεί οι οικείες αξιώσεις, η επίκληση χωρίς χρονικό περιορισμό, καθίσταται ανενεργός.

Η Δικηγορική μας εταιρεία μέσω του άρτια καταρτισμένου νομικού τμήματος της, με μακρόχρονη εμπειρία σε υποθέσεις Δικαστικής Αναγνώρισης Ακυρότητας Συμβάσεων και Δικαιοπραξιών, δύναται να αποτελέσει έναν πολύτιμο σύμβουλο για εσάς και για την προάσπιση των συμφερόντων σας ειδικά σε περιπτώσεις όπου ως λόγο ακυρότητας της σύμβασης ή της δικαιοπραξίας, προκύπτει να είναι η αντίθεσή της σε µία αόριστη νομική
έννοια, όπως στις ανήθικες και στις καταδυναστευτικές δικαιοπραξίες, οπότε είναι αναγκαία η περιπτωσιολογική και εξατομικευμένη αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανακύπτουν και η υπαγωγή της εκάστοτε περίπτωσης, στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, που μόνο ένας έμπειρος δικηγόρος δύναται να γνωρίζει.

Αρθρογραφία

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΧΡΕΩΝ

Πτώχευση | Απαλλαγή Χρεών

Πληροφορίες για την πτώχευση μικρού αντικειμένου & όλα τα βασικά στοιχεία για την παροχή 2ης ευκαιρίας & τη δυνατότητα προστασίας της κύριας κατοικίας.

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΓΟΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ

Ανάκληση γονικής παροχής

Όλες οι βασικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες, ώστε να προχωρήσει κανείς σε ανάκληση της Γονικής Παροχής – Δωρεάς την οποία έχει συστήσει.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Δικαστική συμπαράσταση

Ο θεσμός της Δικαστικής συμπαράστασης. Βρείτε στοιχεία για τη νομολογία & τις νομικές διαδικασίες που απαιτούνται στην Ελλάδα για τη Δικαστική συμπαράσταση.