ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Στο πλαίσιο της μεταβλητότητας της ανθρώπινης ζωής, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που κάποιο πρόσωπο όσο βρίσκεται εν ζωή επιθυμεί να δρομολογήσει και να ορίσει επακριβώς την τύχη των περιουσιακών του στοιχείων μετά τον θάνατό του, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν έριδες μεταξύ των κληρονόμων του.
Η αρχή της αυτονομίας της βούλησης συναντάται στο κληρονομικό δίκαιο μέσω του άρθρου 1712 ΑΚ κατά το οποίο ο κληρονομούμενος μπορεί να εγκαταστήσει κληρονόμο με μονομερή διάταξη αιτία θανάτου, δηλαδή συντάσσοντας διαθήκη.
Η διαθήκη είναι μονομερής, μη απευθυντέα , αιτία θανάτου, ελεύθερα ανακλητή, ανεπίδεκτη αντιπροσώπευσης και αυστηρά τυπική δικαιοπραξία.
Ειδικότερα το δικαίωμα σύνταξης διαθήκης αποτελεί έκφραση της ατομικής ελευθερίας διάθεσης που εκδηλώνεται στα άρθρα 5 §1 και 17§1 Σ, είτε ως εκδήλωση του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας είτε ως στοιχείο του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
Στην παρούσα αρθρογραφία θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε με σαφή και απλό τρόπο ορισμένα από τα είδη των διαθηκών που έχει στην διάθεση του να επιλέξει κάποιος καθώς και συγκεκριμένα νομικά ζητήματα και νομικές έννοιες κατά την σύνταξη τους. Διευκρινίζουμε ότι η συνδρομή ενός έμπειρου Νομικού στο Κληρονομικό Δίκαιο είναι απαραίτητη για την ορθή καθοδήγηση και νομική υποστήριξη οποιουδήποτε προσώπου κατά την σύνταξη μιας διαθήκης, προκειμένου να αποφευχθούν ζητήματα ακυρότητας αυτής.


ΕΙΔΗ ΔΙΑΘΗΚΩΝ
Ο αστικός κώδικας αναγνωρίζει δύο είδη διαθηκών με τυπική έννοια, τις τακτικές και τις έκτακτες διαθήκες.
Τακτικές διαθήκες είναι η ιδιόγραφη, η δημόσια και τέλος η μυστική διαθήκη. Από την άλλη, έκτακτες είναι αυτές που καταρτίζονται σε πλοίο, σε εκστρατεία και σε αποκλεισμό.
Όλες οι διαθήκες υπόκεινται σε τύπο, ο οποίος αποτελεί συστατικό στοιχείο της κάθε διαθήκης, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται ακυρότητα αυτής (άρθρο 1718 ΑΚ), ενώ όλες οι διατάξεις που αφορούν τον τύπο είναι αναγκαστικού δικαίου.
Ο λόγος της τήρησης του προβλεπόμενου τύπου είναι αφενός για να προστατεύσει το διαθέτη από επιπόλαιες αποφάσεις, αφετέρου να διασφαλίσει πως η τελευταία βούλησή του είναι γνήσια.
ΙΔΙΟΓΡΑΦΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ιδιόγραφη είναι η διαθήκη η οποία συντάσσεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, ενώ σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1721 §1 ΑΚ, προκειμένου η ιδιόγραφη διαθήκη να είναι έγκυρη θα πρέπει να γράφεται ολόκληρη με το χέρι από τον διαθέτη, να χρονολογείται και τέλος να υπογράφεται από αυτόν.
Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να διαπιστωθεί πως η διαθήκη έχει συνταχθεί πραγματικά από τον διαθέτη.
Αναφορικά με το δεύτερο συστατικό στοιχείο της ιδιόγραφης διαθήκης, δηλαδή την αναγραφή της χρονολογίας, τούτη θα πρέπει να γράφεται ολόκληρη από το χέρι του διαθέτη και από αυτήν πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος σύνταξής της.
Το τελευταίο στοιχείο που είναι απαραίτητο για την ιδιόγραφη διαθήκη είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη. Επειδή δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση για τα στοιχεία που πρέπει να απαρτίζουν την υπογραφή γίνεται δεκτό πως αυτή θα πρέπει να αποτελείται από το κύριο όνομα, το επώνυμο και το πατρώνυμο του διαθέτη.
Η μονογραφή από το διαθέτη κατά μια άποψη δεν αρκεί ενώ κατά άλλη άποψη αρκεί εφόσον η μονογραφή είναι η συνηθισμένη υπογραφή του.
Δυνατότητα Κατάθεσης της ιδιόγραφης διαθήκης σε συμβολαιογράφο
Σύμφωνα με το άρθρο 1722 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να καταθέσει την ιδιόγραφη διαθήκη σε συμβολαιογράφο για φύλαξη κατά τις κοινές διατάξεις για την κατάθεση εγγράφων. Η παράδοση εκτός από το συμβολαιογράφο μπορεί να γίνει και σε οποιονδήποτε ιδιώτη, ακόμη και στο πρόσωπο που είναι τιμώμενος με αυτήν.
Ο διαθέτης που έχει καταθέσει τη διαθήκη του στο συμβολαιογράφο μπορεί όποτε θέλει να την πάρει πίσω. Η απόδοση της επιτρέπεται να γίνει μόνο προσωπικά στον διαθέτη (άρθρο 1767 εδάφιο 1 ΑΚ,1766 §2 εδάφιο 2 ΑΚ). Κάτω από την πράξη κατάθεσης συντάσσεται πράξη αναλήψεως (άρθρο 1767 εδάφιο 1 ΑΚ, άρθρο 1766 §2 εδάφιο 3 ΑΚ). Η ανάληψη εκ μέρους του διαθέτη της διαθήκης του δεν θεωρείται ανάκλησή της (άρθρο 1767 εδάφιο 2 ΑΚ).
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1724 ΑΚ, η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από το διαθέτη της τελευταίας βούλησης του ενώπιον συμβολαιογράφου, ενώ επιπλέον είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας.
Οι λόγοι ανικανότητας του συμβολαιογράφου και των μαρτύρων κατά την κατάρτιση της διαθήκης προβλέπονται στα άρθρα 1725-1728 ΑΚ, στα οποία μεταξύ άλλων αναφέρουμε περιληπτικά τα ακόλουθα :
Κατά το άρθρο 1725 ΑΚ ως συμβολαιογράφος, μάρτυρας ή δεύτερος συμβολαιογράφος δεν μπορούν να συμπράξουν α) ο σύζυγος ή αυτός που διετέλεσε σύζυγος του διαθέτη και β) ο συγγενής του διαθέτη σε ευθεία γραμμή ή έως και τον τρίτο βαθμό συγγένειας σε πλάγια γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.
Κατά την διάταξη του άρθρου 1728 ΑΚ ως μάρτυρες δεν μπορούν να συμπράξουν αυτοί που δεν έχουν καθόλου όραση ή ακοή, οι γραφείς ή οι υπηρέτες του συμβολαιογράφου όπως και οι ανήλικοι.
Διαδικασία – Δήλωση του διαθέτη
Ο διαθέτης δηλώνει την τελευταία βούλησή του προφορικά ενώπιον του συμβολαιογράφου και των προσώπων που συμπράττουν. Μπορεί να κάνει χρήση σχεδίου ή σημειώσεων (άρθρο 1730 §1 εδάφιο 2 ΑΚ). Ως προς την προφορική δήλωση του διαθέτη, αυτή μπορεί να γίνει και με ερωτοαποκρίσεις μεταξύ του συμβολαιογράφου και του διαθέτη. Ο συμβολαιογράφος όπως ισχύει και στη χώρα μας είναι αυτός που θα βεβαιώσει τη δικαιοπρακτική ικανότητα του διαθέτη.
Σύνταξη πράξης για τη διαθήκη
Όπως σχετικά αναφέρει το άρθρο 1732 ΑΚ για τη δημόσια διαθήκη συντάσσεται πράξη που πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία του εν λόγω άρθρου και στη συνέχεια αυτή θα πρέπει να διαβαστεί ενώπιον του διαθέτη ενώ ακούν τα πρόσωπα που συμπράττουν. Εν συνεχεία η σχετική πράξη πρέπει να υπογραφεί από τον διαθέτη και τα συμπράττοντα πρόσωπα. Το άρθρο 1733 §2 εδάφιο 2 ΑΚ αναφέρει πως πράξεις με περισσότερα φύλλα πρέπει να υπογράφονται και στο τέλος κάθε φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει πως δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στην πράξη (άρθρο 1733 §2 εδάφιο 3 ΑΚ).
Ειδικές Περιπτώσεις
Στη δημόσια διαθήκη τυγχάνουν εφαρμογής και άλλες διατάξεις. Ειδικότερα το άρθρο 1735 ΑΚ ορίζει πως αν ο διαθέτης είναι κουφός πρέπει να δοθεί η πράξη σε αυτόν να τη διαβάσει και να βεβαιωθεί ότι αυτό έγινε. Αν όμως ο διαθέτης δηλώσει όχι μόνο ότι είναι κουφός αλλά και ότι δεν μπορεί να διαβάζει, το άρθρο 1736 ΑΚ προβλέπει πως η διαθήκη συντάσσεται ενώπιον πέντε μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων.
Τέλος, όπως σχετικά αναφέρεται και στο άρθρο 1737 ΑΚ, αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα, ή αν ο διαθέτης δηλώσει πως αγνοεί τα ελληνικά, προσλαμβάνεται διερμηνέας.
ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ο διαθέτης εγχειρίζοντας το έγγραφο αυτοπροσώπως στον συμβολαιογράφο πρέπει να δηλώσει προφορικά πως αυτό περιέχει την τελευταία του βούληση.
Το έγγραφο μπορεί εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει για την ιδιόγραφη να γραφεί και από τρίτο πρόσωπο όπως αναφέρει το άρθρο 1740 ΑΚ το οποίο μπορεί να είναι και ο τιμώμενος.
Είναι αδιάφορος ο τρόπος γραφής της διαθήκης, έτσι αυτή μπορεί να γραφεί είτε ιδιόχειρα είτε με μηχανικό μέσο (γραφομηχανή, Η/Υ, κ.α.)
Το έγγραφο που εγχειρίζεται πρέπει, όπως εν συνεχεία αναφέρει το άρθρο 1740 ΑΚ, να φέρει την υπογραφή του, εκτός αν συντρέχει εφαρμογή του άρθρου 1744 ΑΚ. Αυτό συγκεκριμένα αναφέρει πως αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι σε θέση να διαβάζει αλλά αδυνατεί να γράψει ή να υπογράψει το έγγραφο που περιέχει την τελευταία δήλωση βουλήσεώς του, πρέπει να δηλώσει ενώπιον του συμβολαιογράφου και των προσώπων που συμπράττουν, πως διάβασε το έγγραφο αυτό και να διευκρινίσει την αιτία που τον εμπόδισε να υπογράψει. Επιπροσθέτως όλες οι παραπάνω δηλώσεις του διαθέτη θα πρέπει να βεβαιώνονται στην πράξη.
Στο εγχειριζόμενο έγγραφο δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει χρονολογία καθώς η έλλειψη αυτής καλύπτεται από την χρονολογία της συμβολαιογραφικής πράξης, εφόσον με αυτήν ολοκληρώνεται η κατάρτιση της διαθήκης και επομένως αυτή είναι που λαμβάνεται υπόψη.
Ούτε όμως και ο τόπος σύνταξης της διαθήκης είναι απαραίτητο να γράφεται, γιατί τόπος κατάρτισης της μυστικής διαθήκης θεωρείται εκείνος που αναγράφεται στην πράξη από τον συμβολαιογράφο (άρθρο 1743 §2 εδάφιο 1 ΑΚ, άρθρο 1732 §1 αριθμός 1 ΑΚ).
Σφράγιση του εγγράφου
Ορίζεται στο άρθρο 1741 ΑΚ πως είναι απαραίτητη η σφράγιση του εγγράφου που εγχειρίζεται ή του περικαλύμματος αυτού, έτσι ώστε να μην μπορεί αυτό να ανοιχτεί χωρίς ρήξη ή βλάβη του σφραγίσματος. Η σφράγιση βέβαια του εγγράφου μπορεί να γίνει είτε πριν την εγχείριση του εγγράφου στον συμβολαιογράφο ή μετά από αυτήν. Στην πρώτη περίπτωση που η σφράγιση γίνει πριν την εγχείριση, αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε από τον διαθέτη είτε από τρίτο πρόσωπο. Στη δεύτερη περίπτωση, αν η σφράγιση γίνει μετά την εγχείριση δεν απαιτείται αυτή να γίνει από τον διαθέτη αλλά μόνο να γίνει ενώπιον τόσο αυτού όσο και των προσώπων που συμπράττουν.
Σημείωση στο έγγραφο
Στη συνέχεια έχει εφαρμογή το άρθρο 1742 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο στο έγγραφο που έχει σφραγιστεί ή στο περικάλυμμά του θα πρέπει ο συμβολαιογράφος να σημειώσει το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη και τη χρονολογία της εγχείρισης, η χρονολογία δε αυτή θα πρέπει να υπογραφεί από τον διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν.
Αν ο διαθέτης δηλώσει πως δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στη σημείωση.
Πράξη για τη μυστική διαθήκη
Προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατάρτιση της μυστικής διαθήκης μετά τη σημείωση από τον συμβολαιογράφο του εγγράφου που εγχειρίζεται, απαιτείται η σύνταξη μιας ακόμη πράξης από αυτόν (άρθρο 1743 §1 ΑΚ).
Στην εν λόγω διάταξη έχουν εφαρμογή και άλλες διατάξεις (άρθρο 1733 §1 αριθμός 1,2,3 ΑΚ, άρθρο 1733 ΑΚ, άρθρο 1734 ΑΚ και τέλος άρθρο 1735 ΑΚ), στις οποίες αυτή παραπέμπει αλλά θα πρέπει επίσης να τηρηθούν και όσα ορίζονται στα άρθρα 1730 §2 ΑΚ, 1738 ΑΚ, 1741 ΑΚ και 1742 ΑΚ.
Μυστική διαθήκη που ισχύει ως ιδιόγραφη
Αν η μυστική διαθήκη πάσχει από κάποιο ελάττωμα που την καθιστά άκυρη μπορεί να ισχύσει ως ιδιόγραφη, αν είναι βέβαια έγκυρη ως ιδιόγραφη (άρθρο 1747 ΑΚ). Προκειμένου να τύχει εφαρμογής τω εν λόγω άρθρο, θα πρέπει το έγγραφο που εγχειρίζεται από τον διαθέτη να έχει γραφεί με το χέρι του, χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν. Επιπροσθέτως δεν θα πρέπει το εν λόγω έγγραφο να έχει αναληφθεί από τον συμβολαιογράφο, διότι στην περίπτωση αυτή η ανάληψη θα ισχύσει ως ανάκληση κατά το άρθρο 1766 ΑΚ.
Εν κατακλείδι σημειώνουμε ότι η διαδικασία σύνταξης μιας διαθήκης χωρίς νομικά ελαττώματα τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε προσβολή διαθήκης, συνιστά συχνά ένα σύνθετο νομικό ζήτημα, ειδικά σε περιπτώσεις που μπορεί να θίγεται η νόμιμη μοίρα κάποιου εκ των κληρονόμων. Το έμπειρο νομικό μας τμήμα σε ζητήματα Κληρονομικού Δικαίου, βρίσκεται στη διάθεση σας για την παροχή ορθών συμβουλών σε ζητήματα κληρονομιάς που σας αφορούν.
Σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013).