ΝΟΜΙΚΟ ΠΛAΙΣΙΟ
Ο τουρισμός συνιστά αδιαμφισβήτητα έναν από τους πιο σηµαντικούς και δυναµικά αναπτυσσόµενους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά κίνητρα έλξης τουριστών, τα οποία συνδέονται µε τις φυσικές της οµορφιές, τις ευνοϊκές κλιµατολογικές συνθήκες, τα αρχαιολογικά της µνηµεία, και της εξασφαλίζουν συγκριτικό πλεονέκτημά σε σχέση με άλλους τουριστικούς προορισμούς.
Τα ζητήµατα ευθύνης από την παροχή τουριστικών υπηρεσιών κατά την µεταφορά, διαµονή και αναψυχή των τουριστών, ρυθμίζονται από διάφορους νόμους που αφορούν τον τουρισμό, από τον Αστικό Κώδικα, τα προεδρικά διατάγματα, τις κανονιστικές αποφάσεις και τις εγκυκλίους διαφόρων διοικητικών οργάνων.
Παράλληλα, ως νόµιµες βάσεις ευθύνης εφαρµόζονται οι αρχές του κοινοτικού δικαίου, ο νόµος περί προστασίας των καταναλωτών (2251/1994), οι γενικές ρήτρες του Αστικού Κώδικα, οι διατάξεις περί αδικοπραξιών και ενδοσυµβατικής ευθύνης και τέλος οι κανόνες δεοντολογίας των ξενοδόχων και τουριστικών επιχειρηµατιών εν γένει.
Στην παρούσα παρουσίαση θα προσπαθήσουμε να αναφέρουμε ορισμένα ζητήματα τα οποία δύναται να δημιουργηθούν στο πλαίσιο παροχής τουριστικών υπηρεσιών, φωτίζοντας τα δικαιώματα των πελατών τουριστών έναντι λανθασμένων χειρισμών από τους ξενοδόχους, οι οποίοι αν και αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά δεν παύουν να απασχολούν πολλούς συμπολίτες μας και ξένους τουρίστες.
Κατ’ αρχάς ως σύβαση ξενίας νοείται η σύµβαση την οποία συνάπτει ο ξενοδόχος απευθείας µε συγκεκριµένο πελάτη (voyageur individual) ή µε οµάδα πελατών (voyageurs en group), συνήθως χωρίς την παρεµβολή ταξιδιωτικού πράκτορα, για την άµεση σε αυτόν ή αυτούς παροχή τυπικών ξενοδοχειακών υπηρεσιών (διαµονή, διατροφή, καθαριότητα, φύλαξη αντικειµένων)
Ως προς τη νοµική της φύση, η σύµβαση ξενίας χαρακτηρίζεται ως µεικτή σύµβαση µε στοιχεία µισθώσεως πράγµατος, πωλήσεως, σύμβασης έργου, παρακαταθήκης, προμήθειας, αποτελεί δηλαδή συγκερασμό περισσότερων συµβάσεων καθώς απαντώνται σε αυτή ουσιώδη στοιχεία περισσότερων συµβατικών τύπων, τα οποία συγχωνεύονται σε ενιαία ενότητα.
Ο ξενοδόχος δηλαδή συνήθως υποχρεούται να παράσχει στον πελάτη του έναντι ανταλλάγµατος, αφενός τη χρήση ενός δωµατίου (µίσθωση πράγµατος), αφετέρου την παροχή φαγητού και άλλων υπηρεσιών.
Το καθεστώς των τελευταίων αυτών παροχών δεν ρυθµίζεται απευθείας στο νόµο, αφού η µεν παροχή φαγητού αποτελεί συνδυασµό πώλησης και σύµβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ οι λοιπές υπηρεσίες πχ. καθαρισµού θα µπορούσαν να ενταχθούν τόσο στη σύµβαση παροχής υπηρεσιών όσο και στη σύµβαση έργου κλπ.
Για την αναζήτηση των εφαρµοστέων κανόνων εφαρµόζονται οι περί μεικτών συβάσεων διατάξεις καθώς η μίσθωση πράγματος (ΑΚ 574 επ.) αποτελεί συνήθως βάσει υποκειµενικών (βούληση των µερών) και αντικειµενικών (οικονοµική σπουδαιότητα των παροχών) κριτηρίων, την κύρια παροχή. Συνέπεια αυτού είναι η ενιαία εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη σύµβαση µισθώσεως όχι µόνο για τα πραγµατικά ελαττώµατα της κύριας παροχής, δηλαδή του καταλύµατος, (πχ. χαλασµένα κρεβάτια, θόρυβος κλπ.) αλλά και των δευτερευουσών παροχών, όπως του πρωϊνού, του γεύµατος ή άλλης παροχής που περιλαµβάνεται στη σύµβαση ξενίας.
Ο προέχων µάλιστα µισθωτικός χαρακτήρας της µεικτής σύµβασης ξενίας και η υπαγωγή της κατά κανόνα στις ουσιαστικές διατάξεις περί µισθώσεως, δικαιολογεί και τη δικονοµική της µεταχείριση ως µισθωτικής διαφοράς, εκδικαστέας κατά τις ειδικές διατάξεις των άρθρ. 647 επ. Κπολ∆.
Ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που έχει κριθεί νομολογικά η εφαρµογή στη σύµβαση ξενίας της θεωρίας του συνδυασµού, κατά την οποία εφαρµόζονται παράλληλα για κάθε παροχή οι ιδιαίτεροι κανόνες του τύπου της σύµβασης, στην οποία αυτή υπάγεται.
Έτσι για παράδειγμα τα πραγματικά ελαττώματα του πρωϊνού ή του γεύµατος δικαιολογούν µόνο αντικατάστασή του ή µείωση του τιµήµατος ή υπαναχώρηση από την πώληση του πρωϊνού ή του γεύματος (ΑΚ 540, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ.1 παρ.1 του ν.3043/2002) και όχι καταγγελία όλης της σύµβασης ξενίας. Υπαναχώρηση όµως δεν µπορεί να νοηθεί στην περίπτωση που ο πελάτης έχει καταναλώσει ήδη το γεύµα, αφού ο δικαιούχος της υπαναχώρησης έχει ήδη λάβει την παροχή από τον αντισυµβαλλόµενό του αλλά για λόγους φυσικούς, µετά την άσκηση του δικαιώµατος δεν µπορεί να την επιστρέψει.
Πάντως σε κάθε περίπτωση, για την αναζήτηση των κανόνων δικαίου που θα εφαρµοστούν λαµβάνεται υπόψη η βούληση των συµβαλλοµένων κατά το άρθρο 200ΑΚ.
Αν ο πελάτης δεν έχει πλέον συµφέρον στη σύµβαση ξενίας, διότι απέβλεψε στη συγκεκριµένη παροχή που δεν του παρασχέθηκε ή του παρασχέθηκε πλημμελώς, (π.χ. σύναψε σύµβαση ξενίας αποβλέποντας στη χρήση των κολυµβητικών εγκαταστάσεων του ξενοδοχείου), τότε ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι δικαιούται να καταγγείλει τη σύµβαση.
Οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του ξενοδόχου προς τον πελάτη και αντίστροφα, ορίζονται από το σύνολο της έννοµης τάξης και ειδικότερα από τις διατάξεις οι οποίες αναφέρονται άµεσα ή έµµεσα στο επάγγελµα του παρέχοντος υπηρεσίες (ΑΚ 834 επ.), από τις προς τούτο ειδικές διατάξεις (απόφαση 503007/1976 ΓΓ του ΕΟΤ, στο εξής κανονισµός σχέσεων ξενοδόχου-πελάτη, β.δ. της 1/7.11.1938, α.ν. της 14/16.1.1937, άρ. 4 ν. 2160/1993) και από τις γενικές ρήτρες του δικαίου (ΑΚ 281, 288, 197κλπ.), όπως αυτές συµπροσδιορίζονται από τους ειδικούς δεοντολογικούς κανόνες του επαγγέλµατος ή της δραστηριότητας, σε συνδυασµό και µε την ΑΚ 57 για την προστασία της προσωπικότητας.
Παράλληλα, πέρα από τη θεµελίωση ευθύνης του ξενοδόχου για παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, ο πελάτης μπορεί να στηρίξει την αξίωση του για αποζηµίωση και σε άλλες νοµικές βάσεις, όπως είναι οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΚ 914 επ.) όταν παραβιάζεται διάταξη νόµου, και ο νόµος περί προστασίας του καταναλωτή (ν.2251.1994) αφού ο παραθεριστής τουρίστας θεωρείται αποδέκτης υπηρεσιών.
Έτσι, αν για παράδειγµα ο ξενοδόχος παρά το ότι αποδέχθηκε την παραγγελία δωµατίου υπαίτια αρνείται να το διαθέσει στον πελάτη, ή έχει κάνει διπλή κράτηση που καθιστά αδύνατη την παροχή και δεν φροντίζει να εξασφαλίσει τη διαµονή του πελάτη σε ανάλογης τάξης ξενοδοχείο, όπως είχε την υποχρέωση, οφείλει αποζηµίωση όχι µόνο λόγω αθέτησης των συµβατικών του υποχρεώσεων, αλλά επειδή συντρέχει και αδικοπρακτική ευθύνη εφόσον βέβαια αποδειχθεί ζηµία εις βάρος του πελάτη. Πχ. λόγω τουριστικής περιόδου αιχµής ο πελάτης αδυνατεί να βρει κατάλυµα να διανυκτερεύσει.
Στην ευθύνη από αδικοπραξία ο ζηµιωθείς πελάτης φέρει το βάρος της απόδειξης των πραγµατικών περιστατικών που συνιστούν τις προϋποθέσεις της αξίωσης ενώ στην ευθύνη από τη σύµβαση τεκµαίρεται η υπαιτιότητα του ζηµιώσαντος (ΑΚ 336, 342 κλπ.). Η παραγραφή της αδικοπραξίας είναι πενταετής (ΑΚ 937) και αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζηµίας.
Ο πελάτης δύναται να αξιώσει από τον ξενοδόχο αποζηµίωση όχι µόνο για τη περιουσιακή ζηµία που υπέστη, αλλά και για ηθική βλάβη, εφόσον υπήρξε προσβολή της υγείας ή της τιµής και συντρέχουν οι όροι του ΑΚ 932.
Μολονότι δεν προβλέπεται ευθέως από την διάταξη, σκόπιµο είναι να δεχθούµε ότι ο πελάτης µπορεί να αξιώσει χρηµατική ικανοποίηση λόγω απώλειας του χρόνου διακοπών, ως ειδικότερη µορφή ηθικής βλάβης.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 834-83936 καθιερώνεται ειδική ευθύνη των ξενοδοχειακών και συναφών επιχειρήσεων για τα πράγµατα τα οποία εισκοµίζουν οι πελάτες σε αυτές.
Η Δικηγορική μας εταιρεία μέσω του άρτια καταρτισμένου νομικού τμήματος της, με 20 ετή εμπειρία σε υποθέσεις Ενοχικού και Εμπράγματου Δικαίου δύναται να αποτελέσει έναν πολύτιμο σύμβουλο για κάθε ενδιαφερόμενο που έχει τύχει αποδέκτης – κατά την παροχή τουριστικών υπηρεσιών πρακτικών – που δεν συνάδουν με την υφιστάμενη νομοθεσία και την Ελληνική φιλοξενία και προσβάλλουν τα δικαιώματα του.